ὑπεξούσιοι

ὑπεξούσιοι
ὑπεξούσιος
subject to the power of
masc nom/voc pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • υπεξούσιος — α, ο 1. αυτός που βρίσκεται στην εξουσία άλλου, ο μη ανεξάρτητος (αντίθ. αυτεξούσιος), υποτελής: Οι Έλληνες στην Κατοχή ήταν υπεξούσιοι στους Γερμανούς. 2. (νομ.), αυτός που βρίσκεται κάτω από την εξουσία των γονέων του (για ανήλικα τέκνα) …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”